- ἐσχάτως
- ἔσχατοςfarthestadverbialἔσχατοςfarthestmasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… … Dictionary of Greek
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
Koine — Koinè Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique … Wikipédia en Français
Koinè — Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600 1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800 300 av. J. C.) Dialectes : éolien … Wikipédia en Français
Koinê — Koinè Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique … Wikipédia en Français
Койне — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
Койнэ — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
ολοΰστερ(ν)ος — η, ο τελευταίος, ύστατος, έσχατος. επίρρ... ολοΰστερ(ν)α ύστατα, στα τελευταία, εντελώς εσχάτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ύστερος / υστερνός] … Dictionary of Greek
τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο … Dictionary of Greek